- υπόνομος
- ο1. υπόγεια στοά ή οχετός για αποχέτευση των ακάθαρτων νερών, αμάρα: Καθαρίζουν τους υπονόμους.2. τρύπα σε πέτρωμα γεμάτη από εκρηκτική ύλη για εκτέλεση λατομικών έργων, φουρνέλο, μίνα: Είναι έτοιμοι οι υπόνομοι για έκρηξη.3. υπόγειο αμυντικό έργο που αποτελείται από κοιλότητα γεμάτη με εκρηκτικές ύλες, με το οποίο μπορεί να ανατιναχτεί στην κατάλληλη στιγμή το έδαφος που είναι από πάνω.4. υπόγειος διάδρομος, λαγούμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.